Κατάσχεση (;) του πλεονάσματος κηρουλλάριου

Χρονολογία: 810

ἄξιον δέ τι καὶ ἡδύσματος ἢ παραδείγματος ἕνεκα μνησθῆναι καὶ τοῦτο. κηρουλλάριός τις ἦν ἐν τῷ Φόρῳ ἐκ πόνων ἰδίων ἀνενδεής. τοῦτον μεταστειλάμενος ὁ παμφάγος φησίν· “θὲς τὴν χεῖρά σου κατὰ τῆς κεφαλῆς μου, καὶ ὄμοσόν μοι τὸ πόσος σοι χρυσός ἐστιν;” ὁ δὲ μικρὸν ὡς ἀνάξιος δῆθεν παραιτούμενος ἐβιάσθη τοῦτο παρ’ αὐτοῦ ποιῆσαι, καὶ λίτρας ρʹ ἐξειπεῖν ἔχειν. καὶ τοῦτο κατὰ τὴν ὥραν προσέταξεν ἐνεχθῆναι φήσας· “σὺ τί χρείαν ἔχεις περισπασμοῦ; συναρίστησόν μοι, καὶ ἆρον νομίσματα ρʹ, καὶ πορεύου ἀρκούμενος.”

Πηγή:
Θεοφάνη Χρονογραφία, 487.29-488.6.
Βιβλιογραφία:
Γερολυμάτου, Εμπόριο, 236· Mango-Scott, Chronicle, 670· Vryonis, Δημοκρατία, 296· Yannopoulos, Société profane, 32.
Σχολιασμός:
Η μαρτυρία βρίσκεται στο κλείσιμο της αφήγησης του Θεοφάνη του Ομολογητή για τις περίφημες «κακώσεις» του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄. Κατά τον συγγραφέα, τόσο τα οικονομικά μέτρα όσο και το συγκεκριμένο περιστατικό αποτελούν απόδειξη για την απληστία του αυτοκράτορα. Ο ανώνυμος κηρουλλάριος (κατασκευαστής και πωλητής κεριών) είχε το κατάστημά του στον Φόρο του Κωνσταντίνου. Κατά τον συγγραφέα, που επιδιώκει να μετριάσει την εντύπωση που δίνει στους αναγνώστες το μεγάλο χρηματικό απόθεμά του, ο κηρουλλάριος ήταν «ἐκ πόνων ἰδίων ἀνενδεής», δηλαδή είχε καταφέρει να έχει μία άνετη διαβίωση με τον κόπο της εργασίας του. Το ποσό των εκατό λιτρών χρυσού (7.200 νομίσματα) που είχε συγκεντρώσει κατά τον Θεοφάνη αποδεικνύει την κερδοφορία της επιχείρησής του, αλλά ως αριθμός είναι συμβολικός, όπως άλλωστε και τα εκατό νομίσματα που υποτίθεται ότι ο Νικηφόρος Α΄ έδωσε στον κηρουλλάριο, και είναι πιθανότερο ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η υπόθεση της κατάσχεσης των χρημάτων του κηρουλλάριου είναι αρκετά παράξενη και η ερμηνεία του επεισοδίου έχει ως τώρα περιοριστεί κυρίως στην αξιολόγηση του εμπόρου. Ωστόσο, η προτροπή του αυτοκράτορα προς τον κηρουλλάριο να παρακαθίσει στο τραπέζι μαζί του (συναρίστησόν μοι) πιθανώς αφορά την εξαγορά τίτλου ή αξιώματος, διαδικασία η οποία γίνεται με την έγκριση του αυτοκράτορα και συνεπάγεται τόσο την παράδοση ενός ιδιαίτερα υψηλού χρηματικού ποσού στα κρατικά ταμεία, όσο και την ετήσια απολαβή ενός –συγκριτικά μικρού– μισθού. Η ερμηνεία αυτή, και μάλιστα σε συνδυασμό με τις άλλες «κακώσεις» του αυτοκράτορα που αφορούσαν τους πλοιοκτήτες της αυτοκρατορίας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Νικηφόρος Α΄ είχε μία συστηματική πολιτική απέναντι στον επιχειρηματικό κόσμο και προέβη σε παραχωρήσεις προς τους εμπόρους, ενισχύοντας αυτές τις επαγγελματικές ομάδες. Στο πλαίσιο αυτό είναι πιθανόν ότι τα νομίσματα που ο αυτοκράτορας έδωσε επιτακτικά στον κηρουλλάριο (ἆρον νομίσματα ρ΄) αποτελούν μέρος της «ῥόγας» του (της τακτικής αμοιβής του τίτλου). Το άνοιγμα της αυλής στους εμπόρους προφανώς, όπως το περιγράφει ο Θεοφάνης, απέφερε μεγάλα ποσά στα κρατικά ταμεία, και ενίσχυσε τη θέση του αυτοκράτορα στη σύγκλητο.