Μηδεὶς οὖν μηκέτι μήτε τῶν περιφανῶν μαγίστρων ἢ πατρικίων, μήτε τῶν ἀρχαῖς ἢ στρατηγίαις ἢ πολιτικοῖς ἢ στρατιωτικοῖς ἀξιώμασι τετιμημένων, μήτε μὴν ὅλως τῶν εἰς συγκλήτου βουλὴν ἀπαριθμημένων, μήτε τῶν θεοφιλεστάτων μητροπολιτῶν ἢ ἀρχιεπισκόπων ἢ επισκόπων ἢ ἡγουμένων ἢ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων ἢ τῶν τὴν προστασίαν καὶ ἐπικράτειαν τῶν εὐαγῶν ἢ βασιλικῶν οἴκων ἐχόντων, ἢ εἰς οἰκεῖον ἢ εἰς πρόσωπον τῆς βασιλικῆς περιουσίας ἢ τῆς ἐκκλησίας, ἢ δι’ ἑαυτῶν ἢ διὰ παρενθέτου προσώπου, τολμήσει μηκέτι εἴτε εἰς χωρίον ἢ εἰς ἀγρὸν ἢ καθόλου ἢ μερικῶς ὑπεισελθεῖν ἢ ἀγορᾶς ἢ δωρεᾶς ἢ κληροδοσίας ἢ ἄλλης οἱασοῦν προφάσεως αἰτίᾳ, ὡς ἀνισχύρου μένειν διορισθείσης τῆς τοιαύτης προσκτήσεως καὶ ἀναργύρως τῶν ἐπικτωμένων μετὰ τῆς προσγινομένης καλλιεργείας πρὸς τοὺς προκατέχοντας, ἢ τούτων ἢ συγγενῶν αὐτῶν μὴ περιόντων, πρὸς τοὺς τῶν χωρίων ἢ ἀγρῶν οἰκήτορας χωρεῖν δικαιωθέντων. Ἡ γὰρ τῶν τοιούτων ἐπικράτεια προσώπων καὶ τῶν πενήτων τὴν πολλὴν ἐπηύξησε ταλαιπωρίαν τῷ πλήθει τῶν οἰκετῶν, τῶν μισθαρνούντων, τῶν ἄλλως ἐπιτρεχόντων καὶ συνόντων τὰς ἐπαναστάσεις, τὰς διώξεις τὰς ἀγγαρίας ἐπάγουσα τὰς ἄλλως ἐπακολουθούσας θλίψεις καὶ στενοχωρίας καὶ τὴν τοῦ κοινοῦ διαφθορὰν τοῖς συνορᾶν δυναμένοις οὐ μικράν, εἰ μὴ προφθάσας ὁ παρὼν ἀναστείλει νόμος, προεξένησεν. Ἡ γὰρ τῶν πολλῶν κατοίκησις πολλὴν δείκνυσι τῆς χρείας τὴν ὠφέλειαν, τὴν τῶν δημοσίων συνεισφοράν, τὴν τῶν στρατιωτικῶν λειτουργημάτων συντέλειαν, ἃ πάντως ἀπολείψει τοῦ πλήθους ἐκλελοιπότος καὶ χρὴ τοὺς τῆς πολιτικῆς ἀσφαλείας ἐχομένους καὶ τὸ ταρακτικὸν ἀποτρίβεσθαι καὶ τὸ βλαβερὸν ἀπωθεῖσθαι καὶ τὴν τοῦ κοινοῦ συνιστᾶν ὠφέλειαν.
Ορισμός των δυνατών
Χρονολογία: 934
Πηγή:
Svoronos, Novelles, αρ. 3.50-74.
Βιβλιογραφία:
Ostrogorsky, Aristocracy, 4· Lemerle, Agrarian history, 93-96· Χριστοφιλοπούλου, Σύγκλητος, 125· Morris, the powerful and the poor, 11-12, 14, 23.
Σχολιασμός:
Το κείμενο προέρχεται από Νεαρά του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ Λακαπηνού και χρονολογείται στο έτος 934. Λίγα χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης Νεαράς, που απαγόρευε την είσοδο των «δυνατών» σε κοινότητες χωρίων στις οποίες δεν είχαν ήδη κτήματα, αλλά και τις οποιεσδήποτε συναλλαγές με οικονομικά ασθενέστερους γαιοκτήμονες με την εξαίρεση των συγγενών, ο αυτοκράτορας επανέρχεται στο ζήτημα. Αφορμή ήταν η αύξηση του φαινομένου της αγοράς κτημάτων των πενήτων στο διάστημα 928-934 συνεπεία του λιμού του έτους 927/8. Είναι επίσης πιθανόν ότι προέκυψε στο διάστημα αυτό η ανάγκη, η ομάδα των δυνατών να οριστεί εγγύτερα, ώστε να είναι άμεσα αναγνωρίσιμη από τους δικαστές που απένειμαν δικαιοσύνη στις επαρχίες, προκειμένου να μην υπάρχει αμφισβήτηση των δικαστικών αποφάσεων. Ο ορισμός που περιέχεται εδώ αναφέρεται στους δυνατούς με βάση τα εξωτερικά κοινωνικά τους χαρακτηριστικά και αποτελεί καινοτομία της νομοθεσίας. Κοινό χαρακτηριστικό όσων ανήκαν τους δυνατούς είναι η άσκηση εξουσίας, την οποία χρησιμοποιούν για την αύξηση της περιουσίας τους. Το γεγονός ότι κατείχαν αξίωμα ή τίτλο τους έκανε άμεσα αναγνωρίσιμους στο κοινωνικό σύνολο. Σε αυτή την ομάδα λοιπόν που αποτελεί φορέα εξουσίας το κράτος εντοπίζει την κοινωνική απειλή.
Οι δυνατοί ορίζονται έτσι ως αυτοί που συγκεντρώνουν πολιτική ή στρατιωτική ή εκκλησιαστική εξουσία στα χέρια τους μέχρι τη βαθμίδα των διοικητών της βασιλικής περιουσίας (εὐαγῶν ἢ βασιλικῶν οἴκων), είτε ως αξιωματούχοι είτε ως τιτλούχοι, εκ των οποίων αυτοί στην ανώτερη βαθμίδα των μαγίστρων και των πατρικίων αναφέρονται ως «περιφανεῖς». Το κείμενο επισημαίνει την χρησιμοποίηση «παρενθέτου προσώπου» για να διευκολυνθούν οι συναλλαγές, το οποίο μπορεί να είναι είτε «οἰκεῖος» είτε «πρόσωπο» που προέρχεται από το προσωπικό διαχείρισης της βασιλικής περιουσίας. Οι πράξεις αλλαγής κυριότητας κτημάτων των κοινοτήτων χωρίων κηρύσσονται κατόπιν τούτου άκυρες και τα κτήματα επιστρέφονται χωρίς αποζημίωση είτε στους προκατόχους, είτε στους συγγενείς, είτε και στην ίδια την κοινότητα χωρίου, και μάλιστα μαζί με τη σοδειά (μετὰ τῆς προσγινομένης καλλιεργείας), όρος που εδώ επέχει τη θέση προστίμου. Η τύχη των «πενήτων» αφού άφηναν τα κτήματά τους ήταν γνωστή: είτε γίνονταν «οἰκέται», δηλαδή εισέρχονταν στην υπηρεσία άλλων, είτε εργάζονταν ως μισθωτοί εργάτες (μισθαρνοῦντες), είτε ακόμα ακολουθούσαν έναν περισσότερο τυχοδιωκτικό βίο συμμετέχοντας ακόμα και σε επαναστάσεις.
Παρά τις διακηρύξεις στο προοίμιο της Νεαράς περί φιλανθρωπίας και διάθεσης προστασίας των πενήτων (ibid., 3.8-23), στο κείμενο αποκαλύπτεται πως το φαινόμενο της απορρόφησης των κτημάτων των πενήτων είχε ως αποτέλεσμα την πληθυσμιακή αποψίλωση των επαρχιών, την ελλιπή συντήρηση υπηρεσιών που είχαν σχέση με το στρατό μέσω της φορολογίας (συντέλεια) και την μείωση των δημοσίων εσόδων. Ιδιαίτερη μνεία στην πολιτική «ἀσφάλεια» στο κείμενο έχει σχέση με την κοινωνική αναταραχή που μπορούσε να επέλθει εφόσον κατά τους ιθύνοντες επηρεάζονται από αυτά τα φαινόμενα μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες (πλῆθος). Με αυτή την έννοια βεβαίως οι «ἐχόμενοι τῆς πολιτικῆς ἀσφαλείας» είναι όλοι αυτοί οι οποίοι ασχολούνται με την πολιτική διοίκηση και μεριμνούν για την ομαλή λειτουργία της πολιτείας.