Θεσπίζομεν τοιγαροῦν τοὺς ἐν πάσῃ χώρᾳ καὶ πολιτείᾳ, ἣν μετὰ θεὸν ἡ ὑφ’ ἡμᾶς διέπει ἀρχή, διάγοντας ἐλευθέραν καὶ ἀνενόχλητον τὴν λαχοῦσαν ἔχειν κατοίκησιν. Ἀλλ’ εἰ μὲν τοῦτο μένει φυλάττων ὁ χρόνος, ἔστω τῆς τῶν τέκνων ἢ συγγενῶν κληροδοσίας τὸ ἐπίκτημα, ἢ τῆς τοῦ κατέχοντος προαιρέσεως τὸ βούλημα συμπληρούμενον. Εἰ δε, οἷα τῆς ἀνθρωπίνης βιώσεως καὶ τῆς τοῦ χρόνου παλιῤῥοίας, ἀνάγκης ἐπικειμένης ἢ καὶ θελήσεως τυχὸν ὑποτιθεμένης, τὴν τῶν οἰκείων τόπων ὑπεισάγει ἢ μέρικῶς ἢ καθόλου ἐκποίησιν, τοῖς τῶν αὐτῶν ἢ καὶ τῶν ὁμορούντων ἀγρῶν ἢ χωρίων οἰκήτορσιν ἡ εξώνησις προκείσθω. Οὐ μίσει δὲ καὶ φθόνῳ τῶν ἰσχυροτέρων θεσμοθετοῦμεν, ἀλλ’ εὐνοίᾳ καὶ προστασίᾳ τῶν πενήτων καὶ κοινῇ σωτηρίᾳ τοῦτο διοριζόμεθα. Ἀνθ’ ὧν γὰρ ἐχρῆν τοὺς ἄρχειν ἐκ θεοῦ λαχόντας, τοὺς δόξῃ καὶ πλούτῳ τῶν πολλῶν ὑπερανεστηκότας, περὶ πολλοῦ τὴν τῶν πενήτων ποιεῖσθαι προμήθειαν, οὗτοι κατάβρωμα τούτους ἔχοντες, ὅτι μὴ τάχιον ταῦτα κατέχουσι δυσχεραίνουσιν. Εἰ δὲ καὶ μὴ πάντων τὸ τοιοῦτον ἀνοσιούργημα, ἀλλ’ ἔστω πᾶσι κοινὸν τὸ τοῦ νόμου συντήρημα, ὡς ἂν μὴ λάθῃ τῷ σίτῳ συνεισφερόμενον τὸ ζιζάνιον.

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
ΤΟΜΕΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
Έφη Ράγια
Βυζαντινῶν μέτρον τύχης
Βυζαντινῶν μέτρον τύχης
Οι πένητες «κατάβρωμα» των ισχυρών
Χρονολογία: 934
Ζευγαράτος καλλιεργητής, Γαλάβαρης, Ζωγραφική χειρογράφων, αρ. 218.
Πηγή:
Svoronos, Novelles, αρ. 3.33-49.
Βιβλιογραφία:
Papagianni, Protimesis, 1077.
Σχολιασμός:
Το χωρίο προέρχεται από Νεαρά του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ Λακαπηνού που χρονολογείται στο έτος 934 και ακυρώνει όλες τις πράξεις απαλλοτρίωσης περιουσίας που έγιναν από «πένητες» προς «δυνατοὺς» μετά τον λιμό του 927/8. Το απόσπασμα αποτελεί την εισαγωγή στο κυρίως μέρος της Νεαράς και για το λόγο αυτό είναι αρκετά θεωρητικό. Ο αυτοκράτορας θεωρεί πως είναι δικαίωμα του καθενός να κληροδοτεί την περιουσία του στα τέκνα ή τους συγγενείς του, κάνοντας έμμεση αναφορά στο ισχύον δίκαιο της προτίμησης μέσω της αναφοράς των γειτόνων, τους οποίους αφορά κατεξοχήν η εκποίηση ακινήτων. Η προστασία των πενήτων σε αυτή την περίπτωση είναι πλέον ένα καθήκον που αναλαμβάνει το ίδιο το κράτος με ιδιαίτερο σκοπό την σωτηρία του συνόλου (κοινῇ σωτηρίᾳ). Σαφής είναι η μομφή προς τους «ἰσχυροτέρους»: σύμφωνα με την συνήθη οπτική, οι άρχοντες, οι οποίοι έχουν λάβει την εξουσία τους από το Θεό (τοὺς ἄρχειν ἐκ θεοῦ λαχόντας) όφειλαν να φροντίζουν τους πένητες, γι’ αυτούς όμως οι πένητες αποτελούν στην πραγματικότητα «κατάβρωμα». Στο σημείο αυτό ο αυτοκράτορας συνδέει την συμπεριφορά των «ἰσχυρῶν» με την απορρόφηση της γης κάνοντας χρήση νομικών όρων (κατέχουσι) δηλώνοντας ότι αποκτούσαν πλήρη κυριότητα. Οι «ἰσχυροί» εδώ επεξηγούνται με τις ομάδες που ακολουθούν, τους άρχοντες και τους «ὑπερανεστηκότες» (υπερέχοντες), οι οποίοι, κατά τον αυτοκράτορα, ξεχωρίζουν για την δόξα και τον πλούτο τους. Ο πλούτος μπορεί να κυμαίνεται και να έχει οποιαδήποτε πηγή προέλευσης, η δόξα ωστόσο προέρχεται από την υπηρεσία στο κράτος ή από το παλαιό και ένδοξο γένος, δηλαδή από την επιφανή καταγωγή. Και τα δύο δίνουν σαφή κοινωνική υπεροχή (ὑπερανεστηκότες), η οποία ωστόσο διαφέρει από την κατοχή πραγματικής εξουσίας, που θα οδηγήσει στον πιο συγκεκριμένο ορισμό των «δυνατών» στο ίδιο κείμενο.