Προσδιορισμοί: εὐγένεια

Χρονολογία: 7ος-11ος αι.

Η ευγένεια αποτελεί κατεξοχήν χαρακτηριστικό του αυτοπροσδιορισμού αλλά και του ετεροπροσδιορισμού της αριστοκρατίας, αποτελεί δηλαδή ιδιότητα που προβάλλεται τόσο από τις ίδιες τις οικογένειες, όσο και ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τον κοινωνικό περίγυρο. Η ευγένεια φαίνεται να θεμελιώνεται στην καταγωγή, η οποία έχει σχέση με την προέλευση από επίσης ευγενείς προγόνους, θεμελιώνεται δηλαδή σε βάθος χρόνου. Οι πηγές ωστόσο δεν είναι ιδιαίτερα σαφείς ως προς το περιεχόμενο της ευγένειας: θεμελιώνεται στην ευημερία και στον πλούτο, στην άσκηση εξουσίας σε τοπικό ή σε κρατικό επίπεδο, στη συγγένεια με άλλους ευγενείς ή και με τους βασιλείς, ή μήπως η ευγένεια αφορά όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ταυτόχρονα;
Στις πηγές η ευγένεια συνδέεται με την εντοπιότητα, με την καταγωγή και παραμονή των προγόνων στον ίδιο τόπο. Ανασύροντας αρχαίους όρους, γίνεται λόγος από τους συγγραφείς για «εὐπατρίδας» δηλαδή κατεξοχήν για αυτούς που κατάγονται από την πόλη τους και έλκουν την καταγωγή από αυτόχθονες. Μάλιστα στο Βίο Γεωργίου Αμάστριδος αναφέρεται ότι οι γονείς του ήταν «εὐπάτριδες καὶ ἐπίσημοι», δηλαδή ευγενείς και εξέχουσες προσωπικότητες του τόπου. Η ιδιότητα αυτή έχει την προέλευσή της στην ελληνική αρχαιότητα και συνδεόταν πάντα με την κατοχή έγγειας ιδιοκτησίας. Ο υπερτονισμός της αυτοχθονίας σε αγιολογικά κείμενα της μέσης βυζαντινής εποχής μπορεί να αποτελεί εξέλιξη της αποκοπής της επαρχιακής αριστοκρατίας από το φυσικό της επίκεντρο, την Κωνσταντινούπολη, μέσω του περιορισμού της απονομής συγκλητικών τίτλων και της περικοπής των συγκλητικών προνομίων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πλούτος των ευγενών οικογενειών εμφανίζεται απλώς ως επικουρικό χαρακτηριστικό για την απόδειξη της ευγένειας, ενώ οι οικογένειες που αυτοπροσδιορίζονταν ως ευγενείς δεν χρειάζονταν οπωσδήποτε τη σύνδεση με το κράτος (τον τίτλο ή το αξίωμα) για να αποδείξουν την ευγένειά τους. Αυτό είναι σαφές σε πολλές πηγές και δημιουργεί αντιφατικές εντυπώσεις σε σχέση και με την πραγματική εξουσία ώστε να θεωρείται πως δεν υπάρχει ενιαία ορολογία, η οποία να εκφράζει την ευγένεια. Η έλλειψη αυτή οφείλεται ξεκάθαρα στο γεγονός πως η ευγένεια εντοπίζεται και λειτουργεί κατ’ αρχάς σε τοπικό επίπεδο, αναγνωρίζεται δηλαδή από τις τοπικές κοινωνίες πρωτίστως και αποτελεί μία αντικειμενική πραγματικότητα στις επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά δεν συνυπάρχει πάντα με την κεντρική εξουσία (δυνητικά εκφράζοντας μία τοπική συσπείρωση γύρω από έναν ευγενή και φυγόκεντρες δυνάμεις). Η εξαφάνιση λοιπόν των θεσμών εκείνων που θεμελίωναν την ευγένεια στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας –ο περιορισμός της απονομής των τίτλων, η διάλυση της πόλεως– δεν προκάλεσε εξαφάνιση της έννοιας της ευγένειας, ή περιορισμό της μόνο σε αυτούς, που παρείχαν υπηρεσίες στο κράτος.
Πολυάριθμες είναι οι πηγές που δίνουν έμφαση στους δεσμούς που δημιουργούσε η υπηρεσία προς το κράτος. Το «περίβλεπτον» και το «ἐπίσημον», η «ὑπεροχὴ» του γένους, θεμελιώνονται στην μακρόχρονη υπηρεσία. Η «τῶν προγόνων δόξα» όχι μόνο προστίθεται στην αντίληψη για την ευγένεια του γένους, αλλά και συντελεί στην διαιώνιση της υπηρεσίας από απογόνους της ίδιας οικογένειας. Η υπηρεσία λοιπόν είλκε προς την κοινωνική επιφάνεια και έναν αριθμό συγγενών, μικρότερο ή μεγαλύτερο. Η υπηρεσία γενιά προς γενιά θεμελιώνει την «περιφάνεια», την κοινωνική «ὑπεροχή». Σε έναν αριθμό κειμένων η αναφορά του «αἵματος» πιστοποιεί την εξ αίματος συγγένεια, την καταγωγή. Ωστόσο, ο προσδιορισμός με βάση το οικογενειακό επίθετο είναι μία συνήθεια που εξαπλώνεται μόλις από το β΄ ήμισυ του 10ου αι. Για να τονίσουν την ευγένεια οι συγγραφείς από το β΄ ήμισυ του 11ου αι. ανασύρουν τον αρχαίο χαρακτηρισμό «εὐπατρίδαι» και τον αποδίδουν σε συγκεκριμένα πρόσωπα: στο περιβάλλον του Ισαακίου Α΄ Κομνηνού, στον Ρωμανό Δ΄ Διογένη, στον Νικηφόρο Βοτανειάτη, και βεβαίως στον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Ωστόσο αυτή την εποχή το περιεχόμενο του όρου δεν είναι το ίδιο, καθώς δηλώνει την ευγένεια ανεξαιρέτως προελεύσεως. Οι συγγραφείς του 11ου-12ου αι. έχουν πολύ μεγάλη εκτίμηση για τις αριστοκρατικές οικογένειες και για τους στενούς εξ αίματος δεσμούς μεταξύ των μελών τους, τους οποίους αναγνωρίζουν και σέβονται κατά τρόπο που διαφέρει από την προηγούμενη περίοδο. Η μεταρρύθμιση των τίτλων που επέφερε ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός το 1081 είχε ως αποτέλεσμα η διάκριση αυτή να παγιωθεί με βάση την συγγένεια με την βασιλεύουσα δυναστεία και να δημιουργηθεί έτσι μία κοινωνική ομάδα η οποία ήταν ανώτερη κοινωνικά από τις υπόλοιπες ομάδες που διεκδικούσαν την ευγένεια λόγω αξιώματος και πλούτου. Για να δείξει την υπεροχή της, αυτή η αριστοκρατία συχνά χρησιμοποιεί περισσότερα του ενός οικογενειακά ονόματα, εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα ανήκει σε βασιλική δυναστεία, δείχνοντας έτσι τους δεσμούς αίματος, δηλαδή καταγωγής, με τα βασιλικά γένη.
Συνοδά χαρακτηριστικά της ευγένειας αποτελούν συχνά ο πλούτος, το κάλλος και η αρετή γενικά υπό την έννοια της ευγένειας ψυχής, της γενναιότητας (για τους άρρενες εκπροσώπους) και της πίστεως (ιδιαίτερα σε εικονολατρικούς Βίους). Ο «πλοῦτος», η «ἀρετή», και η «εὐγένεια» συχνά αντιπαραβάλλονται ώστε ο πλούτος να βρεθεί υποδεέστερος, και συχνά στους βίους των αγίων η «ἀρετὴ» καλλιεργείται και υπερτονίζεται ώστε να υποσκελίσει οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό, είτε τον πλούτο είτε το φυσικό κάλλος. Ο Κεκαυμένος παρέχει ένα πλήρες προφίλ για τα ήθη της στρατιωτικής αριστοκρατίας του 11ου αι.: ένας ευγενής στρατιωτικός έπρεπε να διαθέτει εσωτερική «ταπείνωσιν», αλλά να φαίνεται σε όλους «ἔνδοξος καὶ ὑψηλὸς» στα έργα και στα λόγια, στο ντύσιμο αλλά ακόμα και στο βάδισμα, και στην ιδιωτική του ζωή να έχει «ταπείνωσιν διηνεκῶς καὶ λιτότητα». Η αντίληψη για την εξωτερική εμφάνιση των ευγενών, ιδιαίτερα όπως παρέχεται στο κείμενο του Κεκαυμένου, που αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα αυτοπροσδιορισμού ενός μέλους της υψηλής αριστοκρατίας, παραπέμπει στο φυσικό κάλλος όπως περιγράφεται στις πηγές και για τους άνδρες και για τις γυναίκες εκπροσώπους των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. «Εὐγενὴς μὲν τὸ σῶμα», «σώματος ὥρᾳ» είναι εκφράσεις που απαντούν συχνά στις πηγές, καμία πηγή όμως δεν ξεπερνά την περιγραφή του φυσικού κάλλους του Θεοφάνη του Ομολογητή, ως εκ τούτου η άρνηση της φυσικής εμφάνισης αποτελεί χαρακτηριστικό που ο άγιος πρέπει να απαρνηθεί προκειμένου να φθάσει στην αγιοσύνη. Ο Κάλλιστος, που επελέγη για τις αυτοκρατορικές φρουρές για την «ῥώμην σώματος καὶ κάλλος» τιμωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο όταν αμέλησε την εξωτερική του εμφάνιση. Εξαιτίας της φυσικής του εμφάνισης όμως ο Βασίλειος συγκαταλέχθηκε στους στράτορες του Θεοφιλίτζη, ο οποίος ήθελε «γενναίους ἄνδρας καὶ εὐειδεῖς καὶ εὐήλικας καὶ ἐπ’ ἀνδρείᾳ μάλιστα καὶ ῥώμῃ σώματος διαφέροντας» να τον περιστοιχίζουν. Γενικά οι πολλαπλές μαρτυρίες αναδεικνύουν την εξωτερική εμφάνιση ως ένα από τα ιδανικά της αριστοκρατίας του Βυζαντίου και οι ευγενείς και οι βασιλείς επεδίωκαν να περιστοιχίζονται από όμορφους νέους.

Πηγές:
Κεκαυμένου Στρατηγικόν, 56.10, 64.1, 90.16-21, 130.1-2· Βίος αγίου Νικολάου, Vita compilata, 216.17-18, 221-222· Βίος αγίου Νικολάου, Thaumata singula, 345.9-10· Βίος Αντωνίου του νέου, 200.27-28· Βίος Ευθυμίου του νέου, κεφ. 16.20-26· Βίος Μιχαήλ Μαλείνου, 550.25-27· Βίος Αθανασίας Αιγίνης, 212· Βίος Γεωργίου Αμάστριδος κεφ. 3· Βίος Θεοδώρου Στουδίτη, 236C· Βίος Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, 2· Βίος Μετρίου γεωργού, 724· Βίος Νικηφόρου Μηδικίου, 405, 5.8-13· Μαρτύριον των τεσσαράκοντα δύο μαρτύρων, κεφ. 3, 4· Βίος Δαυίδ, Συμεών και Γεωργίου, 213· Βίος Θεοφανούς, 2· Βίος Σεργίου Νικητιάτου, 777· Βίος Ταρασίου, 4.3-5· Βίος Θεοφάνη του Ομολογητή, 6, 7· Βίος Μετρίου γεωργού, 723-724.38-40· Θεοφάνη συνεχιστές, 224.11-13, 225.3-5· Βίος Φιλαρέτου, 60.5-15· Ευαγρίου Εκκλησιαστική ιστορία, 144.29-30· Φωτίου Λεξικόν, 217.2279, 217.2283· Σκυλίτζη Συνεχιστής, 180.9· Ατταλειάτης, 77.6, 97.7· Σκυλίτζης, 500.87.
Βιβλιογραφία:

Cheynet, Aristocratie, 281-298· Cheynet, Anthroponymie, 267-294· Cheynet, Pouvoir, 249-259· Βυζαντινός κόσμος τ. 2, 285-300 (Cheynet)· Yannopoulos, Société profane, 16-21, 24-33· Kazhdan-Ronchey, Aristocrazia, 67-152· Magdalino, Αυτοκρατορία, 298-330· Magdalino, Snobbery, 58-78· Magdalino, Honour, 183-218· Magdalino, Court society, 229-230· Brown, Gentlemen, 126-130, 164-174· Haldon, Social élites, 186-189, 191-211· Ahrweiler, Société, 102-112· Laiou, Byzantine aristocracy, 131-151· Ostrogorsky, Aristocracy, 3-32· Beck, Χιλιετία, 327-331, 339-345· Beck, Konstantinopel, 12-20· Guilland, Recherches τ. 1, 15-20, 130-134· Kyritses, Aristocracy, 7-12· Kazhdan-McCormick, Byzantine court, 167-215· Krsmanović, Military aristocracy, 301-316· Antonopoulou, “Aristocracy”, 67-70· Antonopoulou, “Aristocracy” in Byzantium, 153-159· Αντωνοπούλου, Ο όρος «ἀριστοκρατικοί», 67-71· Σαράντη, Καθημερινότητα, 57-61, 85-87· Patlagean, Ελληνικός μεσαίωνας, 126-136, 164-167· Grünbart, Inszenierung, 28-36, 41-46.