About

Η κοινωνική ιστορία του Βυζαντίου είναι ακόμα ένα πεδίο ανεξερεύνητο, και αυτό δηλώνεται εξ αρχής ευθαρσώς επειδή η κατεξοχήν «κοινωνική» θεώρηση αποτελεί ουσιαστικά μία θεωρητική προσέγγιση για το σύνολο των ανθρωπίνων κοινοτήτων του Βυζαντίου και για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, που δημιουργήθηκαν εντός του πλαισίου, το οποίο παρείχε η υπερχιλιόχρονη αυτοκρατορία. Για το λόγο αυτό μία ανάλυση μέσω της οικονομίας ή των θεσμών, μολονότι έχει δώσει ως τώρα σημαντικά αποτελέσματα, ιδιαιτέρως όσον αφορά στη διερεύνηση των ομάδων πίεσης και τους συσχετισμούς μεταξύ συγκεκριμένων ομάδων, δεν είναι απολύτως ικανοποιητική για τις απαντήσεις που μπορεί να προσφέρει στα ερωτήματα, πώς έβλεπαν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί την κοινωνική τους θέση, πώς την διακήρυτταν, πόσο αντικειμενικά κατοχυρωμένη και περιχαρακωμένη ήταν, και πώς αντιμετωπιζόταν, είτε από ομάδες, είτε από το κοινωνικό σύνολο, είτε από το κράτος. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί η διαπίστωση της ύπαρξης του πλούτου και των ανθρώπων που θα χαρακτηρίζαμε «πλούσιους» στο Βυζάντιο, ή η διαπίστωση ότι μας διαφεύγει ο πραγματικός ορισμός της «ευγένειας», ούτε βέβαια είναι ικανοποιητικός ο διαχωρισμός μεταξύ πλουσίων-πτωχών − πόσο μάλλον όταν στην κατηγορία «πτωχοί» η σύγχρονη έρευνα τείνει να εντάξει συλλήβδην όποιον δεν ήταν πλούσιος − ή ευγενών-ταπεινής καταγωγής ανθρώπων. Σημαντικό είναι να γνωρίζουμε πώς οριζόταν η ευγένεια, ποια θέση είχε ο πλούτος στο βυζαντινό πλαίσιο και γιατί, ποιο ήταν το περιθώριο κινήσεων που αναγνωριζόταν σε έναν πένητα στο Βυζάντιο.
Επιχειρώντας να προσδιορίσει εγγύτερα αυτές τις έννοιες, η συγκεκριμένη έρευνα ξεκινά από τη διερεύνηση της ορολογίας, η οποία προδίδει τα μέσα του αυτοπροσδιορισμού των ίδιων των Βυζαντινών και αποτελεί αφετηρία για τον καθορισμό των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Αναζητήθηκαν και σχολιάστηκαν οι όροι εντός του πλαισίου στο οποίο απαντούν, δηλαδή μέσα στα κείμενα των Βυζαντινών συγγραφέων, και όχι μέσα σε κάποιο – σύγχρονο − αφηρημένο πλαίσιο έντονων αντιθέσεων και συχνά εξελικτικών ή/και νομοτελειακών κοινωνιολογικών μοντέλων. Εξάλλου, πολύ συχνά ξεχνάμε ότι το Βυζάντιο δεν αποτελεί μία «νέα» κοινωνία, αλλά είναι η εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής, της ελληνιστικής, της ρωμαϊκής κοινωνίας. Με έκπληξη αντιλαμβάνεται κανείς, εξετάζοντας τις πηγές, ότι οι βυζαντινοί συγγραφείς ενσωματώνουν κατά τρόπο ουσιαστικό − και γι’ αυτό όχι άμεσα αναγνωρίσιμο − πλατωνικές και αριστοτελικές απόψεις και όρους, ενώ αντιλαμβάνονται, και δρουν μέσα, στο κοινωνικό πλαίσιο που έχει θέσει η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, από το οποίο ξεκινά η Βυζαντινή αυτοκρατορία, για να εξελιχθεί με αργούς ρυθμούς προς ένα νέο, περισσότερο «αριστοκρατικό» και μαζί μ’ αυτό περισσότερο «μεσαιωνικό» μοντέλο τον 12ο αι. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, με τη μεθοδολογία που επιλέγεται εδώ, αποτελούν μέρος της κοινωνικής κινητικότητας, όπως ορίζει η σύγχρονη κοινωνιολογία. Ίσως ο συγκεκριμένος τρόπος έρευνας χαρακτηριστεί δομικός (στρουκτουραλιστικός) από κάποιους· ωστόσο το χρονικό άνοιγμα (6ος-12ος αι.) δίνει βάθος στα αποτελέσματα, και ο επιδιωκόμενος στόχος δεν είναι η περιγραφή μιας συμπεριφοράς, μιας δράσης-αντίδρασης, αλλά η εξήγησή τους μέσω της σκιαγράφησης ενός προφίλ − μιας συνολικής εικόνας, η οποία επηρεάζει την υποδοχή, την αποδοχή ή απόρριψή τους. Το προφίλ αυτό εξηγεί την κοινωνική «θέση», ή, καμιά φορά, την απουσία της κοινωνικής «θέσης» στο Βυζάντιο, καταφέρνει δηλαδή να δώσει έξοδο στον προβληματισμό που δημιουργούν οι συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους πληροφορίες, τις οποίες βρίσκουμε στις βυζαντινές πηγές.
Η βάση δεδομένων στη μορφή που διατίθεται είναι όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη στο υλικό που παρουσιάζεται, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι το υλικό έχει «κλείσει» και οι απόψεις που εκφράζονται εδώ δεν επιδέχονται βελτίωσης, συμπλήρωσης, ή ακόμα και αναθεώρησης. Βασική μονάδα αποτελεί το λήμμα πηγής, όπου σχολιάζονται οι πληροφορίες κοινωνιολογικού περιεχομένου που ευρίσκονται στα επιλεγμένα αποσπάσματα. Για να δει τα λήμματα, ο περιηγητής της βάσης πρέπει να επιλέξει μεταξύ των κοινωνικών κατηγοριών που αναφέρονται στον κατάλογο, με δύο τρόπους: είτε θα επιλέξει αρχικά την κατηγορία και στη συνέχεια θα επιλέξει χρονική περίοδο, είτε θα επιλέξει πρώτα την περίοδο και θα δει τις κοινωνικές κατηγορίες που έχουν συλλεχθεί γι’ αυτήν, για να επιλέξει τελικά εκείνη για την οποία ενδιαφέρεται. Συνθετικά κείμενα που συμπυκνώνουν τις πληροφορίες που προέρχονται από τις πηγές έχουν κατανεμηθεί υπό τον σύνδεσμο «Λήμματα κοινωνικής θεωρίας», και ξεχωριστά δεδομένα κειμένου, που μπορεί να απαντούν είτε στις πηγές είτε στα σχόλια είτε στα λήμματα κοινωνικής θεωρίας, βρίσκονται αλφαβητικά υπό τον σύνδεσμο «Δεδομένα κειμένου» στην αριστερή πλευρά της οθόνης. Τα λήμματα πηγής είναι συνδεδεμένα με την αντίστοιχη θεωρητική ανάλυση και με τα δεδομένα κειμένου, αλλά και μεταξύ τους − εμφανίζονται δεξιά στην οθόνη −, μπορούν ωστόσο να προσπελαστούν και ανεξάρτητα από τους αντίστοιχους συνδέσμους στην αριστερή πλευρά της οθόνης. Σκοπός της συγκεκριμένης κατανομής ήταν κυρίως η διευκόλυνση του περιηγητή της βάσης. Σχετικά με το περιεχόμενό της, σημειώνεται ότι, εφόσον το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην κοινωνιολογική θεωρία, τόσο στα λήμματα, όσο και σε όλα τα υπόλοιπα κείμενα, ο χρήστης δεν θα πρέπει να αναμένει να βρει ιστορικές λεπτομέρειες (π.χ. για ιστορικά γεγονότα, όπως οι μάχες, οι δυναστικές αλλαγές κ.ο.κ.), και ότι, από την υπάρχουσα βιβλιογραφία, το βάρος δόθηκε σε εκείνα τα έργα που μπορούν να υποβοηθήσουν την κοινωνιολογική προσέγγιση. Έτσι, η βιβλιογραφία αναμένεται στο μέλλον να συμπληρωθεί με ακόμα περισσότερα έργα που διαφωτίζουν και συμπληρώνουν πτυχές της βυζαντινής κοινωνίας που περιγράφονται εδώ, με το ρυθμό που θα αυξάνεται η τεκμηρίωση της κοινωνικής θεωρίας του Βυζαντίου αλλά και των λημμάτων πηγής.
Τέλος, αντί για την παραδοσιακή «ορολογία» επιλέχθηκε από την αρχή ο αριστοτελικός όρος «κατηγορίες» για να εκφράσει τα μικρότερα μέρη από τα οποία απαρτίζεται ένα κοινωνικό προφίλ. Για τη σύνθεση του συγκεκριμένου καταλόγου των κατηγοριών είναι απαραίτητο να υπογραμμιστεί αφενός η δυσκολία των Βυζαντινών στη διαμόρφωση μιας ειδικής ορολογίας που εξέφραζε την κοινωνική θέση και τις κοινωνικές διαδικασίες, αφετέρου ότι για την έκφραση της κοινωνικής θέσης και ποιότητας λαμβάνονταν υπόψη γενικότερες και ειδικότερες έννοιες οι οποίες μετέφεραν συγκεκριμένα νοήματα στους συγχρόνους τους, π.χ. η «δόξα», η «οἰκείωσις», η «τύχη» κλπ, που εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατόν να αποκλειστούν από μια τέτοια έρευνα. Για το λόγο αυτό έχουν συμπυκνωθεί κατηγορίες που σημαίνουν όμοια ή και αντίθετα πράγματα, ενώ κάποιες κατηγορίες θα πρέπει να παραμείνουν ακόμα πιο ασαφείς, και ακόμα και σε αυτό το στάδιο της έρευνας μη τελικές − ενδεικτικά αναφέρονται αυτές που αφορούν τους επαγγελματίες, που σήμερα θα τους χαρακτηρίζαμε «λειτουργούς»: διδάσκαλοι, ρήτορες, ιατροί, έχουν καταταχθεί υπό τη γενική κατηγορία «οἱ ἐπιτήδευμα ἔχοντες», διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος, όλοι όσοι ασκούσαν κάποιο επάγγελμα αυτού του είδους να μην ανήκουν σε μία συγκεκριμένη ομάδα, αλλά να διασπαστούν απλώς κατά την τέχνη τους, κάτι που κατά την άποψη της ερευνήτριας δεν είναι η σωστή προσέγγιση στο ζήτημα, αλλά που, όπως αναφέρθηκε ήδη, δεν έχει αποφασιστεί ακόμα κατά τρόπο τελειωτικό.
Το όνομα της βάσης δεδομένων, «Βυζαντινῶν μέτρον τύχης» προέκυψε από την έρευνα βασικών πηγών για την κοινωνική ιστορία του Βυζαντίου. «Μέτρον τύχης» είναι μία έκφραση που περιέχεται σε Νεαρά του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ Λακαπηνού (Svoronos, Novelles, αρ. 3.112-113). Οι δύο αυτές λέξεις σηματοδοτούν διαφορετικούς κοινωνικούς όρους για τους Βυζαντινούς, και ο συνδυασμός τους είναι μοναδικός, καθώς συνηθέστερα απαντούν χωριστά και σε διαφορετικά νοηματικά πλαίσια. «Μέτρον» είναι το σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει κανείς, η κατάστασή του αναφορικά με μία δεδομένη παράμετρο (π.χ. οικονομική, πνευματική, ηλικιακή κλπ), η «τύχη» ωστόσο είναι ένας όρος πιο συλλεκτικός, που καθορίζεται από παράγοντες όπως η οικογένεια, η περιουσία, η ένταξη σε συγκεκριμένη ομάδα κλπ, ή και από την απουσία όλων αυτών των παραγόντων. Ο τίτλος λοιπόν που προέκυψε μετά από την παρέμβαση της ερευνήτριας είναι ακριβής και αντιπροσωπευτικός του περιεχομένου της βάσης.